αιθερολόγος

αιθερολόγος
αἰθερολόγος, -ον (Α)
(για τον Θαλή και τον Αναξιμένη) αυτός που μιλά, που πραγματεύεται για τον αιθέρα και τα σχετικά με αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, -έρος + -λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. αρχ. αἰθερο-λογῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αἰθερολόγος — talking of ether and the like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

  • αιθερολογώ — αἰθερολογῶ ( έω) (Α) [αἰθερολόγος] μιλώ για τον αιθέρα και τα σχετικά με αυτόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”